σενσουαλιστής

σενσουαλιστής
ο, θηλ. σενσουαλίστρια, Ν
οπαδός τού σενσουαλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sensualiste (βλ. λ. σενσουαλισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σενσουαλιστικός — ή, ό, Ν [σενσουαλιστής] (φιλοσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σενσουαλισμό ή στον σενσουαλιστή («σενσουαλιστική αντίληψη») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”